Κάτω Βέργα

Κάτω Βέργα
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 8 χλμ. ΝΑ της πόλης της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαμάτας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βεργώνω — [βέργα] 1. χαράζω ευθείες γραμμές με τη βέργα 2. στηρίζω με ξερές βέργες κλαδιά που γέρνουν προς τα κάτω 3. γίνομαι σκληρός σαν βέργα …   Dictionary of Greek

  • δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ …   Dictionary of Greek

  • ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …   Dictionary of Greek

  • Kastoria — Gemeinde Kastoria Δήμος Καστοριάς (Καστοριά) …   Deutsch Wikipedia

  • αδροβεργίδα — η παγίδα για τη σύλληψη πουλιών αποτελείται από μία βέργα, το ένα άκρο τής οποίας στηρίζεται στερεά στο έδαφος, το δε άλλο κάμπτεται, λυγίζεται προς τα κάτω στο λυγισμένο αυτό άκρο είναι δεμένο λεπτό σχοινί που καταλήγει σε θηλιά, με την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ακόντιο — Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογλυπτική — Η τέχνη της απεικόνισης, πάνω σε ξύλο, διαφόρων μορφών ή καλλιτεχνικών σχεδίων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και περισσότερο διαδομένες τέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι αρχαίοι αναπτύξανε την ξ., όχι μόνο για διακοσμητικούς λόγους αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • χαρταετός — Κατασκευή από λεπτό χαρτί κολλημένο σε σκελετό από ελαφρά ξύλα ή καλάμια, που συγκρατείται με έναν πολύ μακρύ σπάγγο. Στο άκρο του τοποθετούνται συχνά λωρίδες χαρτιού που χρησιμοποιούνται για την ισορροπία (ουρά). Ο απλούστερος τύπος, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”